-
1 вид
вид м 1) (внешность) η όψη, το εξωτερικό 2) (пейзаж) η θέα, άποψη \вид сверху η κάτοψη 3) (род) το γένος, το είδος \виды спорта τα (είδη) σπορ ◇ иметь в \виду έχω υπόψη ни под каким \видом με κανένα τρόπο* * *м1) ( внешность) η όψη, το εξωτερικό2) ( пейзаж) η θέα, η άποψηвид све́рху — η κάτοψη
3) ( род) το γένος, το είδοςвиды спорта — τα (είδη) σπορ
••име́ть в виду́ — έχω υπόψη
ни под каки́м видом — με κανένα τρόπο
-
2 вид
1. (на чертеже) η όψη- - в разрезе - σε τομή- εν τομή2. мат. η μορφή 3. (колебаний, волн, импульсов) η μορφή 4. (внешний) η όψη, το παρουσιαστικό, η εμφάνισητο ύφος5. биол. το είδος 6. грам. η μορφ/ήсовершенный - глагола τετελεσμένη/στιγμιαία - του ρήματος (π.χ. ο αόριστος, παρακείμενος7. (на жительство) η άδεια παραμονής 8. (род, сорт, форма, состояние) η μορφή, το είδοςв письменном - е γραπτά, γραπτώςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вид